σικύοιο

σικύοιο
σίκυος
cucumber
masc gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εχεπευκής — ἐχεπευκής, ές (Α) 1. οξύς, διαπεραστικός, αιχμηρός («αὐτοῑσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ » έριχνε εναντίον τους αιχμηρά βέλη, Ομ. Ιλ.) 2. πικρός («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο με α σύνθ. εχε * (< έχω I) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”